άπιστος

άπιστος
-η, -ο
επίρρ.
1. δύσπιστος, καχύποπτος: Άσ' τον αυτόν, είναι άπιστος Θωμάς.
2. αυτός που δεν πιστεύει στο Θεό: Ήταν άπιστος ο ίδιος και ζητούσε να κάνει κι άλλους.
3. αυτός που δεν είναι πιστός στις υποχρεώσεις του, δόλιος: Αποδείχτηκε άπιστος φίλος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄπιστος — not to be trusted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ἀπιστότερον — ἄπιστος not to be trusted adverbial comp ἄπιστος not to be trusted masc acc comp sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄπιστος — ἄπιστος , ἄπιστος not to be trusted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστοτάτων — ἄπιστος not to be trusted fem gen superl pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστοτέρων — ἄπιστος not to be trusted fem gen comp pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστότατα — ἄπιστος not to be trusted adverbial superl ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστότατον — ἄπιστος not to be trusted masc acc superl sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίστως — ἄπιστος not to be trusted adverbial ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπιστον — ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”